- ημιμερής
- ἡμιμερής, -ές (Μ)ο μισός, αυτός που αποτελεί μισό μερίδιο, που συνίσταται από μισό μέρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι-* + -μερής (< μέρος), πρβλ. μονο-μερής, πολυ-μερής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek
πενθημιμερής — ές, ΝΑ 1. αυτός που αποτελείται από πέντε μισά, δηλ. δυόμισυ ολόκληρα μέρη 2. φρ. «τομή πενθημιμερής» (μετρ.) τομή που τέμνει τον στίχο στο πέμπτο ημιπόδιο, δηλ. υυ / υυ / αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ πενθημιμερές οι πρώτοι δυόμισυ πόδες τού στίχου.… … Dictionary of Greek